- φωταντίτυπο
- το, Νβλ. φωτοαντίτυπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωταντίτυπο — φωταντίτυπο, το και φωτοαντίτυπο, το αντίτυπο εικόνας (σελίδας βιβλίου, εγγράφου, σχεδίου κτλ.), που εμφανίζεται θετικά με φωτογραφικές μεθόδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοαντίτυπο — και φωταντίτυπο, το, Ν θετική εικόνα κειμένου ή παράστασης που λαμβάνεται με φωτογραφικές μεθόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + αντίτυπο. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. photocopy (πρβλ. και φωτοαντίγραφο)] … Dictionary of Greek
φωταντίγραφο — το και φωτοαντίγραφο, το φωταντίτυπο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοαντίτυπο — το βλ. φωταντίτυπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)